- δίκληρος
- δίκληρος, [dialect] Dor. [full] δίκλᾱρος, ον,A occupying the space of two
κλῆροι, ἐλαιοκόμιον IG14.352i69
([place name] Halaesa).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλῆροι, ἐλαιοκόμιον IG14.352i69
([place name] Halaesa).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek